-
1 учитель
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > учитель
-
2 учитель
учитель м о δάσκαλος; ο δημοδιδάσκαλος (начальной школы) \учительница ж η δασκάλα, η διδασκάλισσα (начальной школы)* * *м; ж - учительницаο δάσκαλος; ο δημοδιδάσκαλος ( начальной школы) -
3 учительница
ж; м - учительη δασκάλα, η διδασκάλισσα ( начальной школы) -
4 преподаваниетельница
преподавание||тельницаж ἡ δασκάλα, ἡ διδασκάλισσα. -
5 учительница
учитель||ницаж ἡ δασκάλα, ἡ διδασκάλισσα:народная \учительницаница ἡ δη-μοδιδασκάλισσα. -
6 учительша
-и θ. (απλ. κ. παλ.).1. δασκάλα, διδασκάλισσα.2. σύζυγος του δάσκαλου.
См. также в других словарях:
διδασκάλισσα — και δασκάλισσα και δασκάλα θηλ. τού διδάσκαλος* … Dictionary of Greek
δάσκαλος — και διδάσκαλος, ο (θηλ. δασκάλα και δασκάλισσα και διδασκάλισσα, η) (AM διδάσκαλος, ο, η) 1. όποιος έχει ως επάγγελμα να διδάσκει άλλους, κυρίως τις πρώτες, απαραίτητες γνώσεις 2. αυτός που διδάσκει και προκαλεί αλλαγές («ο πόλεμος... βίαιος… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek